- προδέκτωρ
- προδέκτωρ, ορος, ὁ, [dialect] Ion. for Προδείκτωρ,A foreshower, Hdt.7.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδέκτωρ — ορος, ὁ, Α ιων. τ. αυτός που δείχνει κάτι εκ τών προτέρων, ο προμηνυτής τού μέλλοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δέκτωρ (< δέχομαι)] … Dictionary of Greek
προδέκτορα — προδέκτωρ foreshower masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)